- πραϋπαθής
- -ές, Ααυτός που έχει ήπιο χαρακτήρα, πράος, ήμερος.επίρρ...πραϋπαθῶςκατά τρόπο πραϋπαθή, ήπια, ήμερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού πρᾶος + -παθής (< πάθος < πάσχω), πρβλ. ομοιο-παθής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραυπαθῆ — πραυπαθής mild tempered neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πραυπαθής mild tempered masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πραυπαθής mild tempered masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραυπαθῶς — πραυπαθής mild tempered adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραϋπαθώ — και πραοπαθῶ, έω, Α [πραϋπαθής] είμαι πραϋπαθής* … Dictionary of Greek
πραϋπάθεια — και πραϋπαθία, ή, ΜΑ [πραϋπαθής] πραότητα, ηρεμία χαρακτήρα … Dictionary of Greek
προπαθής — ές, Α αυτός που προηγουμένως έπασχε από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παθής (< πάθος), εφόσον δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί πραϋπαθής] … Dictionary of Greek
πραυπαθῶν — πραυπαθέω to be gentle in temper pres part act masc nom sg (attic epic doric) πραυπαθής mild tempered masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)